φυσιογραφικός

φυσιογραφικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία (βλ. λ.), που είναι της φυσιογραφίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”